Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μασάω τα

  • 1 крутить

    крутить
    несов
    1. συστρέφω, στρίβω·
    2. (скручивать, свивать) στρίβω, γυρίζω:
    \крутить папиросу κάνω (или στρίβω) τσιγάρο· \крутить шелк στρίβω τό μετάξι·
    3. (взметать пыль, снег и т. п.) στροβιλίζω·
    4. перен (хитрить) разг τά κλώθω, μασάω τά λόγια μου, μιλάω μέ περιστροφές.

    Русско-новогреческий словарь > крутить

См. также в других словарях:

  • μασάω — / μασώ, μάσησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μασώ — μασάω / μασώ, μάσησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»